Το χιόνι
έπεφτε ασταμάτητα έξω. Οι μικρές
νιφάδες είχαν καλύψει κάθε ανάσα πράσινου στο Σέντραλ Παρκ, αλλά αυτό δεν θα μας
εμπόδιζε στην βόλτα μας... Ο χρόνος διαμονής μας θα ήταν περιορισμένος στην Νέα
Υόρκη και μετά από τόσο κόπο ήταν η ανταμοιβή μας. Δεν ήξερα
όμως...
Ντυθήκαμε
πολύ ζεστά, έκρυψες τα καστανά μαλλιά σου κάτω από ένα σκούφο και σχολαστικά πέρασες απαλά ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό μου... Πάντα νοιαζόσουν για εμένα περισσότερο από εμένα...
Μου έδωσες
τα γάντια έχοντας ένα αυστηρό ύφος και εγώ απλά υπάκουσα... παρά το γεγονός πως
έτσι το δέρμα μου δεν θα ακουμπούσε το δικό σου... Σε κοίταξα
στα μάτια με παράπονο και χάθηκα σε δύο καφέ λίμνες...
Χα καφέ... Τόσο συνηθισμένο μα και τόσο μοναδικό... Θα
αναγνώριζα τα μάτια σου μέσα σε μια θάλασσα από βλέμματα... Δεν ήταν καφέ σκούρα, λαμπερά... Ήταν κάπως θαμπά, γαλήνια...
μεθυστικά... και όταν με κοιτούσες το βλέμμα σου γίνονταν τόσο γλυκό που δεν
πίστευα πως ήταν ανθρωπίνως δυνατό...
Πώς να πω
όχι; Πώς να σ'αρνηθώ... Μόνο με ένα βλέμμα έλεγα σ'αγαπώ... Ακόμα
σ'αγαπώ... Έτσι
χαμένος που ήμουν έφερες τα χείλη σου στο μέτωπο μου... Σαν άγγιγμα αγγέλου που σωπαίνει
το νου και γαληνεύει την ψυχή... Σήκωσα το
κεφάλι να σε αντικρίσω και βιάστηκες να κατεβάσεις το δικό σου...
Τα χείλη
μας αγκαλιά να χορεύουν βαλς και οι καρδιές πήραν φωτιά... Μία φλόγα
που έκαιγε όλο το κορμί... και το μυαλό είχε παραιτηθεί... Δεν ένιωθα
πλέον το κρύο... Δεν με άγγιζε... Μου αρκούσε
που με άγγιζες εσύ... Οξυγόνο δεν
ήθελα, είχα το δικό σου φιλί...