Τι σκουπίδια θα αφήσω πίσω μου όταν πεθάνω; Μπλουζάκια σε διάφορα χρώματα, μερικά με σχέδια και μερικά μαύρα, κατάμαυρα. Ένα δύο που δεν μου έκαναν και τα φορούσα μες στο σπίτι ή κάτω απ' τις μακρυμάνικες μου τον χειμώνα.
Τι σκουπίδια θα αφήσω πίσω μου όταν φύγω;
Ένα γραφείο που από δανεικό έγινε δικό μου και μια στο τόσο έπρεπε να του βιδώνω τα πόδια για να σταθεί ευθεία και να μην γέρνει απ' το βάρος. Τρύπια παπούτσια κρυμμένα σε κουτιά, κρυμμένα σε σακούλες, κριμένα σε ντουλάπια, παπούτσια που γύρισαν μαζί μου λιμάνι σε λιμάνι, φουρτούνα σε φουρτούνα, σειρήνα σε σειρήνα.
Ένα παλτό σκισμένο, ραμμένο, ξανασκισμένο, ξαναραμμένο, χωρίς κουμπιά, που κρέμεται σαν ξεχασμένο τομάρι στην ντουλάπα περιμένοντας
χέρια να ξαναμπούν μέσα του.
Τα έπιπλά μου.
Όσα έμειναν σίγουρα θα βρουν τον δρόμο τους σε κάποιο φίλο, σε κάποιο συγγενή (το πλυντήριο βαστάει πολύ ακόμα αν και στρόφυξε και ξέπλυνε ό,τι αμαρτία, ό,τι χαρά, πότισε απ' τις κάλτσες, μέχρι τα βρακιά μου). Θα μείνουν αυτά, θα φύγω εγώ και αν θα θυμάται κανείς ότι κάποτε αυτά τα σκουπίδια ήταν δικά μου, θα ζω για λίγο και θα ξανασβήνω.
Θα λένε ήταν του θείου. Ήταν του φίλου. Ήταν του γιου. Οι πελεκάνοι ο,τι έμεινε, ό,τι δεν κάηκε, θα το κάνουν φωλιά, κάπου μακριά απ' τη χωματερή, αλλά δε θα είμαι εκεί για να το δω, Υπήρξα για λίγο! Υπήρξα άσχημα! Ούτε εγώ δεν μπορώ να θυμηθώ! Ό,τι άφησα πίσω μου, σκουπίδια που πέθανα μαζεύοντας τα.
Ανδρονικος Σαραντοπουλος