Μου μιλούσες και έμοιαζε ο κόσμος μέσα σου να κάνει χώρο για εμένα. Έμπαινα βαθιά και με κράταγες κοντά σου τυλιγμένη σε μία μάλλινη κόκκινη κουβέρτα, να είμαι ζεστά και άνετα, μα κυρίως κοντά σου. Εκεί ήταν το σπίτι μου μέχρι που πρόφερες και την τελευταία σου λέξη. Εκείνη ήθελες να πεις και μαζί της άνοιγε η βαριά αμπαρωμένη πόρτα για να βγω.
Ο χρόνος της εξόδου μου ήταν αστραπιαίος. Φοβόμουν να 'μαι δίπλα σου χωρίς το άκουσμα της φωνής σου, γιατί τότε η ύπαρξη σου μου έμοιαζε νεκρή. Φοβόμουν να σε δω νεκρό. Φοβόμουν να δω τον θάνατο στο πλάι σου. Και αυτό γιατί ήταν η πρώτη και μοναδική έως τώρα φυσική στιγμή μαζί σου. Δεν ήμουν έτοιμη να σε αποχωριστώ. Το φοβόμουν αυτό. Πως να το πω; Έτρεμα, ήθελα να χαθώ μόνο στην ιδέα.
Δεν σου είχα πει αυτά που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα, γιατί εκείνη ήταν που όλα ζωντάνευαν και γίνονταν αληθινά. Φοβόμουν πάλι...
Τώρα όχι εμένα, αλλά εσένα. Σε ήξερα δυνατό, να σε είδα μικρό. Πάλευες να φανείς ψηλός, γιατί υπάρξεις δίπλα σου ένιωθες πως σε απειλούσαν. Όχι τόσο όσο παλιά. Εγώ ήμουν εκεί. Για εσένα!!! Ήξερα ότι το ένιωθες, ελάχιστα, για αυτό σώπασα δειλά. Ήθελα ακόμα οι δείκτες του ρολογιού να χτυπούν με τον ρυθμό σου. Και αυτό δικό σου το 'θελα. Μα ούτε αυτό σου το 'πα.
Θέλω να σου τα πω όλα ή να σβήσουν σαν φλόγα από κερί μα να μείνει το φιτίλι. Τότε θα 'ναι πιο εύκολο να στο προσφέρω, γιατί δεν θα καεί κάνεις. Ούτε εγώ, ούτε εσύ. Εσύ. Αυτό με νοιάζει.
-Α-