Με μισάνοιχτα μάτια, ίσα να κρύβει ότι έχει βουρκώσει. Με μουσικές νοσταλγικές τα βράδια νανουρίζει τον εαυτό της. Κι όσο λιγοστεύει το γέλιο, πληθαίνουν οι σκέψεις. Σε όλα τα γιατί ασάλευτες οι λέξεις πώς να εκφράσουν το σιωπηλό χάος που κυρίευε το μυαλό της;
Δε μιλά πια. Χρυσός η σιωπή, έχει δική της γλώσσα, νοήματα κρυμμένα για κάθε έναν που θα προσπαθήσει να την ερμηνεύσει. Ευαίσθητη λέγανε, μα εκείνη απλά σώπαινε. Δεν ήθελε τάχα να δείξει αδυναμία, τα τρωτά σημεία της προστάτευε. Κάθε φορά που άνοιγαν οι πληγές της, τις έτρεφε με υπομονή, συγχώρεση και κατανόηση. Κάθε φορά καταλαβαίνει πολλά παραπάνω από όσα έλεγε.
Κι άλλοτε ξεσπούσε νευρικά, κατέκρινε τα λάθη της, κατηγορούσε τον εαυτό της, υπεύθυνη για τις απόψεις όλων. Ξεσπούσε όταν δεν έπρεπε, εκεί που δεν έπρεπε.
Μα ποιος ορίζει πότε θα σκάσει ένα ηφαίστειο; Μονάχα ο χρόνος. Η αφορμή ίσως να είναι και παιδαριώδης. Μια στιγμή και ο κρότος από όσα μάζευε στα σωθικά της, σαρωτικός χείμαρρος.
Ονειροπόλα, γελούσαν με τα πιο τρελά όνειρα της. Κι έμαθε ο φόβος τα κατατόπια και τρύπωνε κάθε φορά που πήγαινε το μέλλον να σκεφτεί. Παράνοια, παραλογισμός λες και όλα έμοιαζαν ακατόρθωτα.
Εμπιστευόταν εύκολα και προσδοκούσε την αμοιβαιότητα στις συναναστροφές της. Δεν άφηνε θυμό μέσα της, μόνο παράπονο.
Αθεράπευτα ρομαντική, σε ένα κόσμο ρεαλιστικά σκληρό, για αυτό υπέφερε.
✎ Οι σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό κι απ' το τραγούδι: τη σιωπή τους.
-Φράντς Κάφκα
Νένα Ε.