Ακούμπησε την τσάντα του στα πόδια του, έβγαλε το μπουκάλι του και άρχισε να πίνει.
Άτιμο τσογλανάκι η έμπνευση. Δεν είχε βγάλει την σφεντόνα της, να του σπάσει τα τζάμια, και ο φόβος πως θα τον έστηνε τον ανησυχούσε.
(Αυτή, την τόση λίγη γη είχε να χάσει κάτω απ τα πόδια του και αν δεν ρίζωνε πάνω της, την είχε βαμμένη. Με τι θα λάδωνε τις βίδες του μυαλού του;)
Έχωσε το μπουκάλι στο στόμα του και γουλιά γουλιά προσπάθησε να μουδιάσει την θλίψη.
Η κίνηση άρχισε να γουργουρίζει και οι πρώτοι προσκυνητές μαζεύτηκαν γύρω απ' την στάση με άγουρες φάτσες. Σε λίγο εμφανίστηκαν οι πρώτες μηχανικές φάλαινες με της κοιλιές τους γεμάτες νυσταγμένους ταξιδιώτες, και ξεβιδωμένα κεφάλια που αναπηδούσαν συντονισμένα απ' το πάτημα του φρένου. Ζουληγμένα, σαν άδειες οδοντόκρεμες, γαλάζια και ξεχαρβαλωμένα με ένα βλέμμα θλίψης και αθεράπευτης υπνηλίας, υπνοβατούσαν ανάμεσα στο αληθινό και το όνειρο.
(Τι άσχημη που ήσουν αγάπη μου, όταν ξυπνούσες με πρησμένα μάτια και χνώτα από τσιγάρο. Κάπνιζες και έκλαιγες για εκείνο το κορίτσι με τις κοτσίδες στις φωτογραφίες.
Τώρα και εκείνο μεγάλωσε!)
Όταν τύχαινε να βρεθεί στο σκανάρισμα κανενός ζευγαριού, απο ξεκούμπωτα βλέφαρα, σήκωνε ντροπιασμένα τα μάτια του στον φωτεινό πίνακα και προσπαθούσε να πείσει πως περίμενε κ αυτός την σειρά του να μπει στην γραμμή παραγωγής.
Να χωθεί σε μια απ αυτές της τρεμάμενες κοιλιές...
Β5 24 λεπτά
Α7 11 λεπτά
Καμία έμπνευση
Μονο φθορά.......
Σημειώνει: "Ο χρόνος είχε ξεκοκαλίσει και καταπιεί αμάσητους, σαν μωρουδίστικη κρέμα, τους περισσότερους.
Είχε φτύσει την ραχοκοκαλιά και τα αρχίδια τους και το μόνο που κάνουν τώρα, είναι να γέρνουν το κεφάλι στο τζαμί για να κοιμηθούν άλλα δέκα λεπτά. Να κουρνιάσουν στο βουητό, μέχρι να φτάσουν στο τέρμα. Χάνοι, με το στόμα ανοιχτό.
Άψογα, βλάκες! Σηκώθηκε. Δεν είχε νόημα. Πάντα του άρεσε
να ταξιδεύει με τα ποδιά.
Έχεις λιγότερες πιθανότητες να κοιμηθείς στην διαδρομή.
Ανδρονικος Σαραντοπουλος